πλατούμαι

πλατούμαι
-όομαι, Α [πλατύς]
υφίσταμαι κατεργασία προκειμένου να γίνω πλατύς σαν την πλάτη, το πτερύγιο τού κουπιού, γίνομαι πλατύς ὁπως το κουπί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πλάτωσις — ώσεως, ἡ, Α [πλατούμαι] πιθ. η εμπνευμάτωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”